27 Απρ 2009

ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ

господин [γκοσποντίν] - κύριος
господа [γκοσποντά] - κύριοι
госпожа [γκοσποΖά] - κυρία
госпожи и господа [γκοσπόζι η ~] - κυρίες και κύριοι
госпожица [γκοσπόζιτσα] - δεσποινίς

професор [προφέσορ] - καθηγητής
професорски [προφέσορσκι] επιθ. - του καθηγητή, καθηγητικός

пнсател [πισάτελ] αρσ. - ο συγγραφέας
пнсателка θηλ. - η συγγραφέας
пнсателски επίθ. - του συγγραφέα, συγγραφικός

учител [ουΤΣίτελ] - δάσκαλος
учителска [ουΤΣίτελσκα] - δασκάλα | καθηγήτρια
учителски επίθ. - (του) δασκάλου/καθηγητή, διδασκαλικός

лекар [λέκαρ] αρσ. - γιατρός
лекарка [λέκαρκα] θηλ. - η γιατρός
лекарски [λέκαρσκι] επίθ. - ιατρικός, (του) γιατρού

трамвай [τραμβάι] - τραμ

музей [μουζέι] - μουσείο

огън [όγκъν] - φωτιά, φλόγα | πυρ, βολή, πυρά, πυροβολισμός

сън - ύπνος | όνειρο (στον ύπνο) | μτφ. όνειρο, ονειροπόλημα, πόθος, λαχτάρα
сънища [σ'ъνιΣΤα] - όνειρα

цар [τσαρ] - βασιλιάς | τσάρος
царев [τσάρεφ] - βασιλικός, του βασιλιά
крал - βασιλιάς, μονάρχης
крале - βασιλιάδες
кралица [κραλίτσα] - βασίλισσα
кралски - βασιλικός, μοναρχικός

зет - γαμπρός (σύζηγος της κόρης ή της αδερφής)

съдия [σъντιγιά] - δικαστής, πρόεδρος δικαστηρίου | κριτής (γενικότερα)| διαιτητής

кафеджия [καφεντΖίγια] πληθ. -ии - καφετζής
кафеджийка [καφεντΖίικα] - καφετζού

чичо [ΤΣίΤΣο] - θείος (αδερφός του πατέρα) | θείος, μπάρμπας, συγγενής
чичко - θείος, θειούλης | (υποκ.) κύριος
чичов [ΤΣίΤΣοφ] - του θείου, отивам у чичови: πάω στου θείου μου
вуйчо [βούγιΤΣο] - θείος (αδερφός της μητέρας), μπάρμπας
вуйчов [βούγιΤΣοφ] - του θείου, отивам у вуйчови: πάω στου θείου μου

книга θηλ. - βιβλίο | (καθομ.) χαρτί, на книга: στο χαρτί | (μτφ. καθομ.) γράμματα, не знам ~: δεν ξέρω γράμματα

пролет [πρόλετ] θηλ. - άνοιξη

такси - ταξί

...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου